- μπαστάρδικος
- -η, -ο (Μ μπαστάρδικος, -η, -ον, ουδ. και παστάρδικον και μπασταρδικός, -ή, -όν) [μπάσταρδος]1. νόθος ή νοθευμένος («μπαστάρδικη γενιά»)2. το ουδ. ως ουσ. το μπαστάρδικονόθο παιδί.επίρρ...μπαστάρδικαμε μπαστάρδικο τρόπο.
Dictionary of Greek. 2013.